Παρεάκι καλημερίζω
Σου έχω αναφέρει στο παρελθόν ότι, όποιο και αν είναι το θέμα που θα γράψω εδώ μέσα, το γράφω μπαμ και κάτω. Δεν έχει προετοιμασία το κείμενο, σκέψη, τίποτα. Με το που ακουμπήσουν τα δάχτυλα στο πληκτρολόγιο, το “ταξίδι” ξεκινά, οι λέξεις έρχονται νεράκι
Ε, σήμερα είναι η πρώτη φορά νομίζω που γράφω- σβήνω, γράφω – σβήνω
Ήθελα να σου γράψω για τον έρωτα. Αυτόν που παιδεύει τον καθένα για ξεχωριστούς λόγους και τελικά με έναν τρόπο τσιγγουνεύεται τα σ’αγαπώ, σε θέλω, μου λείπεις και και και…
Βλέπω γύρω μου ανθρώπους που παιδεύονται και υποφέρουν εξαιτίας του, είτε βρίσκονται μέσα στη σχέση, είτε δεν είναι μαζί και “φορτώνω”…
Πώς τα έχουμε κάνει έτσι; Τι μας φταίει και δεν έχουμε αυτό που θέλουμε στον έρωτα; Ή το έχουμε και μετά άλλοι λίγο, άλλοι πολύ το χάνουμε; Ε; Μου λες;
Μάλλον έχει “μπουκώσει” από “φόρτωμα” το σύστημα σε καρδιά και μυαλό, γι’ αυτό γράφω- σβήνω εδώ και μισή ώρα.
Α! Και μη νομίζεις ότι είμαι στα down μου σήμερα. Αντιθέτως. Απλά σκέφτομαι πολύ και όταν σκέφτομαι γι’ αυτά τα θέματα, δε θέλω πολύ για να αρχίσω τα ταρακουνήματα στους γύρω μου. Μου βγαίνει το επαναστατικό μου 😛
Το αφήνω λοιπόν για άλλη στιγμή. Αυτό που ήθελα να γράψω, με τον τρόπο που ήθελα να το γράψω. Αλλά λίγα λόγια ακόμη θα πω και μετά θα αφήσω τον Ελύτη να “μιλήσει” , που αγαπώ πολύ
Πες παιδάκι μου τι έχεις στην καρδιά σου, κάνε μια κίνηση, βγάλ’ το από μέσα σου!!! Μίλα ρεεεεεεεεε!!! (με το μπαρδόν χαχα)
Μην ψάχνεσαι, σε σένα απευθύνομαι…
που έχεις στο σπίτι σου το καρδιοχτύπι σου και το παραμελείς,
σε σένα που δεν το έχεις καθόλου το καρδιοχτύπι σου και απορώ τι κάθεσαι και περιμένεις, τι το κοιτάς από μακριά
και σε σένα που το βλέπεις περιορισμένα και αντί να δώσεις όλο σου το είναι όταν αντικρύζεις ξανά το καρδιοχτύπι σου, “δίνεις” όλα σου τα νεύρα, τις ζήλιες…
Τι φοβάσαι και βολεύεσαι στη γωνίτσα σου; Μην πονέσεις; SO WHAT; Ζεις ή παίζεις σε βιντεοπαιχνίδι;
Το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη (απόσπασμα)
ΙΙ.
Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα
Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
σεντόνια
Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε
Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό “τί” καί τό “έ”
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά
Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
Εξαργυρώνει:
Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή
Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς ;
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.
ΙV.
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς ;
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς ;
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς ;
Σ’αγαπώ,μ’ακούς ;
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς ;
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς
Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς ;
Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θά μάς κάνουν πετρώματα,μ’ακούς ;
Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς
Τών ανθρώπων
Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
Στά νερά ένα– ένα , μ’ακούς
Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς ;
Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς ;
Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς ;
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς ;
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς ;
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς ;
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει — ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς;
Ξέρεις γιατί επέλεξα αυτό το ποίημα; Εκτός του ότι έτσι κι αλλιώς είναι υπέροχο, εκτός των άλλων βγάζει μια πάλη, μια διεκδίκηση…παρεάκι, ακούει δεν ακούει, εμείς ας πούμε το σ’αγαπώ, ας ζήσουμε το συναίσθημα έτσι όπως το ορίζει το μέσα μας και θα φανεί ποιος θα είναι τελικά ο προορισμός. Το ταξίδι της αγάπης όμως εμείς, θα το έχουμε κάνει. Έτσι δεν είναι; 😉
Σε φιλώ ερωτευμένο πλασματάκι♥
Θα πεις στους φίλους σου να μπουν να διαβάσουν αυτό το άρθρο; Sharing is magic! ♥